Καλοκαίρι, το τελευταίο

Αμπέλια, χρυσές ελιές, πέτρες, ξερολιθιές και ο ήλιος να χύνεται σαν μέλι, να αγκαλιάζει κάθε σπιθαμή αυτής της γης. Ο αέρας παρασύρει ξερόκλαδα, χόρτα, συνομιλώντας με το τοπίο και μεταφέροντας μηνύματα των νεκρών. Κάπου μακριά ακούγεται η θάλασσα, μύρισα τον αέρα και ξέρω. Είναι καλοκαίρι.
Όλα είναι έρημα και ήρεμα. Αφημένα από καιρό στην δική τους γεμάτη σιωπή. Περπατώ σε αυτό το γυμνό καλοκαιρινό τοπίο. Αλλά δεν είναι αυτό που ήταν. Το φώς σκοτεινιασε πια, η γη δεν με ανεχεται, ο αέρας με πολεμάει.
Σιγά σιγά, από μακριά ακούω τον βόμβο. Ένας ήχος οξύς, ανυπόφορος. Στο άκουσμά του και τα αγρίμια σκιάζονται, τα πτηνά αυτοκτονούν στα δέντρα, τα φίδια κλαινε πικρά και οι άνθρωποι τρελαίνονται. Σκάβουν μέχρι να μην έχουν πια νύχια, και ακόμη σκάβουν μέχρι να μην υπάρχουν καν, τρέχουν μέχρι να ματώσει η ανάσα τους, φωνάζουν μέχρι να ξεχάσουν την γλώσσα. Ερχεται από παντού, δυναμώνει, και ερημώνει τα πάντα.
Νομίζω πως δεν ανήκω εδώ. Ακούω τον βόμβο, το δέρμα μου σκάει και απο μέσα ακούω φωνές κολασμένων.
Δεν είμαι εγώ. Κοιτάω τα χέρια μου, νομίζω πως βλέπω μέσα τους.
Σιγά σιγά μικραίνω, όσο ο βόμβος μεγαλώνει. Προσπαθω να κρυφτώ από τον ήλιο, αλλά όσο περπατάω, τόσο μικραίνω και οι φωνές είναι πια παρούσες μορφές ολόγυρα που ψιθυρίζουν εκκωφαντικά για μένα. Όσο περπατάω μικραίνω κάτω από το αδυσώπητο μαύρο φως, το φως ειναι ο ιδιος ο βομβος κι εγω δεν εχω πια σκιά, οι φωνές των κολασμένων δραπέτευσαν απο εμένα, έχουν γινει πια μορφές που με ακούνε, με παρακολουθούνε με περιπαίζουν. Η σκιά του δέντρου ειναι διαρκώς μακρύτερα κι εγώ μικραίνω, είμαι ένας διάφανος, αλλά ακομά τρέχω......
Φυσάει, αλλά δεν ακούγεται πια ο αέρας, μόνο αυτό το εκκωφαντικό μαύρο φώς σαν στριγγλιά πια, φαινονται οι κόκκοι να παρασύρονται, κι εγώ ανάμεσά τους.
Κάπου ενδιάμεσα σε δύο ριπές του ανέμου, άστραψε κάτι.
Η μνήμη άρχισε να προβάλλει εικόνες στου τοπίου την οθόνη.
Η στιγμή κοντοστάθηκε.
Είμασταν όλοι εμείς, μέσα στο καλοκαίρι. Γέλια ακούγονταν, ο άνεμος έφερνε μια ξεχασμένη μυρωδιά ντομάτας από τη κουζίνα της γιαγιάς και το βουιτό του μελτεμιού στο μπαλκόνι ήταν ο μεσημεριάτικος επισκέπτης του, που δεν ήθελε ποτέ παρέα.
Το βράδυ θα καθόμασταν όλοι μαζί, όταν ο επισκέπτης θα είχε πια φύγει. Οι μεγάλοι θα έλεγαν ιστορίες από τα παλιά κι εμείς αποκαμωμένοι από τη ποδηλατάδα και τα κύματα στη θάλασσα, το ποδοσφαιρο, τα χώματα, τα χτυπημένα γόνατα, θα τρώγαμε καρπούζι φτύνοντας τα κουκούτσια στον κήπο, εάν δεν τα φτύναμε στα μαλλιά μας. Ίσως να φύτρωνε μια καρπουζιά του χρόνου, το ήξερα καλά γιατί και πέρσι ειχα φτύσει εκεί και φέτος έγινε καρπουζιά και τα τρώγαμε, αλλά πάντα γελούσα μόνος μου γιατι σκεφτόμουνα τί θα γινότανε εάν φύτρωνε μια καρπουζιά στα μαλλιά της ξαδέρφης μου.
Και μια άλλη μέρα, πρωί θα μας ξύπναγαν με το ζόρι να πηγαίναμε στην εκκλησία, θα είμασταν ήσυχοι για να μας ξεχάσουν οι μεγάλοι, αλλά μετά θα κλέβαμε αυτό το κρασί που έβαζε ο παπάς να μας κοινωνήσει να το πιούμε κρυφά μετά.
Όταν κοιμόμασταν ονειρευόμασταν και ανυπομονούσαμε να μεγαλώσουμε. Αλήθεια πώς είναι να μεγαλώνεις; Μπαμπά, το ξέρεις οτι έχεις ζήσει τη μισή ζωή σου; Πωπω...εγώ άμα βάλω άλλα τόσα, θα γίνω μόνο 16...και η Αλεξάνδρα πόσο είναι...; αλήθεια πότε κάνουμεε παιδιά.....θα παντρευτούμε.....μα δεν της έχω πει οτι την αγαπάω, ο μπαμπάς πότε παντρεύτηκε....την αγαπάει τη μαμά;
Ένα ξυπνητήρι με ξυπνάει. Στο ίδιο κρεβάτι, ο ιδρώτας στο μέτωπο και η ζέστη χορεύει με τις μύγες.
Βρεγμένο σεντόνι, στεγνό μυαλό. Δεν υπάρχει όνειρο. Μόνο ο βόμβος. Ένα αδιάκοπο κομπρεσέρ, μέσα στην τρεμάμενη ατμόσφαιρα που θέλει να σβήσει.
Βγαίνω στο δρόμο όπως είμαι. Μοιάζω σαν να έβλεπα 6 ώρες έργο στο σινεμά, αλλά δεν θυμάμαι κιόλας. Έχω πάλι σκιά, και προσπαθώ να κρυφτώ σε αυτήν.
Ανίκανος να σκεφτώ, ο βόμβος θα μου υπενθυμίσει οτι την σκέψη θα την έχει κάνει κάποιος άλλος οπότε δεν χρειάζεται να την κάνω, αλλά ακόμη κι αν την έκανα δεν θα υπήρχε λόγος να μιλήσω. Δεν ξέρω τί ακριβώς θέλω, νομίζω πως έτσι μοιάζει ο θάνατος και η σκέψη με ερεθίζει. Θέλω να τρέξω, γιατί δεν μπορώ πια να μιλήσω.
Όταν πιο παλιά ονειροπολούσαμε στον ξύπνιο, κάναμε πως ακούμε, άλλα λέγαμε κι άλλα θέλαμε να πούμε, άλλα μας λέγανε κι άλλα καταλαβαίναμε. Δεν είχε σημασία. Γιατί, το βράδυ στο μπαλκόνι οι μεγάλοι θα έλεγαν ιστορίες από τα παλιά. Αλλά τώρα ζορίσανε τα πράγματα.
Οι μεγάλοι περπάτησαν μέσα στο φως, και κάπου μακριά ίσως τους δεις να ξαποσταίνουν κάτω απο μια μακρινή σκιά, σαν διάθλαση φωτός.
Το μπαλκόνι άδειασε και ο κήπος μας ξεράθηκε.
Εμείς θα τους παρακολουθούμε να χάνονται στον τρεμάμενο ορίζοντα και δεν θα έχουμε πια μιλιά.
Κάποιος θα έρθει να μας πει τελικά τί είναι σωστό και τί όχι. Κάποιος θα έρθει να μας πει να κοιτάξουμε τι δουλειά μας. Κάποιος θα μας πείσει για ένα άλλο όνειρο. Κάποιος θα μας υπενθυμίζει οτι ειναι όλα λογικά. Κάποιος θα ψάχνει για συμβιβασμούς. Με το στανιό
Και τότε, ούτε όνειρα θα κάνουμε, ούτε ιστορίες από τα παλιά θα έχουμε πια να διηγηθούμε. Μόνο θα ψάχνουμε να κρυφτούμε από αυτό το αδυσώπητο φως, φτύνοντας ο ένας στα μαλλιά του άλλου κουκούτσια λογικής.
http://www.songmeanings.net/songs/view/ ... 858584953/
Όλα είναι έρημα και ήρεμα. Αφημένα από καιρό στην δική τους γεμάτη σιωπή. Περπατώ σε αυτό το γυμνό καλοκαιρινό τοπίο. Αλλά δεν είναι αυτό που ήταν. Το φώς σκοτεινιασε πια, η γη δεν με ανεχεται, ο αέρας με πολεμάει.
Σιγά σιγά, από μακριά ακούω τον βόμβο. Ένας ήχος οξύς, ανυπόφορος. Στο άκουσμά του και τα αγρίμια σκιάζονται, τα πτηνά αυτοκτονούν στα δέντρα, τα φίδια κλαινε πικρά και οι άνθρωποι τρελαίνονται. Σκάβουν μέχρι να μην έχουν πια νύχια, και ακόμη σκάβουν μέχρι να μην υπάρχουν καν, τρέχουν μέχρι να ματώσει η ανάσα τους, φωνάζουν μέχρι να ξεχάσουν την γλώσσα. Ερχεται από παντού, δυναμώνει, και ερημώνει τα πάντα.
Νομίζω πως δεν ανήκω εδώ. Ακούω τον βόμβο, το δέρμα μου σκάει και απο μέσα ακούω φωνές κολασμένων.
Δεν είμαι εγώ. Κοιτάω τα χέρια μου, νομίζω πως βλέπω μέσα τους.
Σιγά σιγά μικραίνω, όσο ο βόμβος μεγαλώνει. Προσπαθω να κρυφτώ από τον ήλιο, αλλά όσο περπατάω, τόσο μικραίνω και οι φωνές είναι πια παρούσες μορφές ολόγυρα που ψιθυρίζουν εκκωφαντικά για μένα. Όσο περπατάω μικραίνω κάτω από το αδυσώπητο μαύρο φως, το φως ειναι ο ιδιος ο βομβος κι εγω δεν εχω πια σκιά, οι φωνές των κολασμένων δραπέτευσαν απο εμένα, έχουν γινει πια μορφές που με ακούνε, με παρακολουθούνε με περιπαίζουν. Η σκιά του δέντρου ειναι διαρκώς μακρύτερα κι εγώ μικραίνω, είμαι ένας διάφανος, αλλά ακομά τρέχω......
Φυσάει, αλλά δεν ακούγεται πια ο αέρας, μόνο αυτό το εκκωφαντικό μαύρο φώς σαν στριγγλιά πια, φαινονται οι κόκκοι να παρασύρονται, κι εγώ ανάμεσά τους.
Κάπου ενδιάμεσα σε δύο ριπές του ανέμου, άστραψε κάτι.
Η μνήμη άρχισε να προβάλλει εικόνες στου τοπίου την οθόνη.
Η στιγμή κοντοστάθηκε.
Είμασταν όλοι εμείς, μέσα στο καλοκαίρι. Γέλια ακούγονταν, ο άνεμος έφερνε μια ξεχασμένη μυρωδιά ντομάτας από τη κουζίνα της γιαγιάς και το βουιτό του μελτεμιού στο μπαλκόνι ήταν ο μεσημεριάτικος επισκέπτης του, που δεν ήθελε ποτέ παρέα.
Το βράδυ θα καθόμασταν όλοι μαζί, όταν ο επισκέπτης θα είχε πια φύγει. Οι μεγάλοι θα έλεγαν ιστορίες από τα παλιά κι εμείς αποκαμωμένοι από τη ποδηλατάδα και τα κύματα στη θάλασσα, το ποδοσφαιρο, τα χώματα, τα χτυπημένα γόνατα, θα τρώγαμε καρπούζι φτύνοντας τα κουκούτσια στον κήπο, εάν δεν τα φτύναμε στα μαλλιά μας. Ίσως να φύτρωνε μια καρπουζιά του χρόνου, το ήξερα καλά γιατί και πέρσι ειχα φτύσει εκεί και φέτος έγινε καρπουζιά και τα τρώγαμε, αλλά πάντα γελούσα μόνος μου γιατι σκεφτόμουνα τί θα γινότανε εάν φύτρωνε μια καρπουζιά στα μαλλιά της ξαδέρφης μου.
Και μια άλλη μέρα, πρωί θα μας ξύπναγαν με το ζόρι να πηγαίναμε στην εκκλησία, θα είμασταν ήσυχοι για να μας ξεχάσουν οι μεγάλοι, αλλά μετά θα κλέβαμε αυτό το κρασί που έβαζε ο παπάς να μας κοινωνήσει να το πιούμε κρυφά μετά.
Όταν κοιμόμασταν ονειρευόμασταν και ανυπομονούσαμε να μεγαλώσουμε. Αλήθεια πώς είναι να μεγαλώνεις; Μπαμπά, το ξέρεις οτι έχεις ζήσει τη μισή ζωή σου; Πωπω...εγώ άμα βάλω άλλα τόσα, θα γίνω μόνο 16...και η Αλεξάνδρα πόσο είναι...; αλήθεια πότε κάνουμεε παιδιά.....θα παντρευτούμε.....μα δεν της έχω πει οτι την αγαπάω, ο μπαμπάς πότε παντρεύτηκε....την αγαπάει τη μαμά;
Ένα ξυπνητήρι με ξυπνάει. Στο ίδιο κρεβάτι, ο ιδρώτας στο μέτωπο και η ζέστη χορεύει με τις μύγες.
Βρεγμένο σεντόνι, στεγνό μυαλό. Δεν υπάρχει όνειρο. Μόνο ο βόμβος. Ένα αδιάκοπο κομπρεσέρ, μέσα στην τρεμάμενη ατμόσφαιρα που θέλει να σβήσει.
Βγαίνω στο δρόμο όπως είμαι. Μοιάζω σαν να έβλεπα 6 ώρες έργο στο σινεμά, αλλά δεν θυμάμαι κιόλας. Έχω πάλι σκιά, και προσπαθώ να κρυφτώ σε αυτήν.
Ανίκανος να σκεφτώ, ο βόμβος θα μου υπενθυμίσει οτι την σκέψη θα την έχει κάνει κάποιος άλλος οπότε δεν χρειάζεται να την κάνω, αλλά ακόμη κι αν την έκανα δεν θα υπήρχε λόγος να μιλήσω. Δεν ξέρω τί ακριβώς θέλω, νομίζω πως έτσι μοιάζει ο θάνατος και η σκέψη με ερεθίζει. Θέλω να τρέξω, γιατί δεν μπορώ πια να μιλήσω.
Όταν πιο παλιά ονειροπολούσαμε στον ξύπνιο, κάναμε πως ακούμε, άλλα λέγαμε κι άλλα θέλαμε να πούμε, άλλα μας λέγανε κι άλλα καταλαβαίναμε. Δεν είχε σημασία. Γιατί, το βράδυ στο μπαλκόνι οι μεγάλοι θα έλεγαν ιστορίες από τα παλιά. Αλλά τώρα ζορίσανε τα πράγματα.
Οι μεγάλοι περπάτησαν μέσα στο φως, και κάπου μακριά ίσως τους δεις να ξαποσταίνουν κάτω απο μια μακρινή σκιά, σαν διάθλαση φωτός.
Το μπαλκόνι άδειασε και ο κήπος μας ξεράθηκε.
Εμείς θα τους παρακολουθούμε να χάνονται στον τρεμάμενο ορίζοντα και δεν θα έχουμε πια μιλιά.
Κάποιος θα έρθει να μας πει τελικά τί είναι σωστό και τί όχι. Κάποιος θα έρθει να μας πει να κοιτάξουμε τι δουλειά μας. Κάποιος θα μας πείσει για ένα άλλο όνειρο. Κάποιος θα μας υπενθυμίζει οτι ειναι όλα λογικά. Κάποιος θα ψάχνει για συμβιβασμούς. Με το στανιό
Και τότε, ούτε όνειρα θα κάνουμε, ούτε ιστορίες από τα παλιά θα έχουμε πια να διηγηθούμε. Μόνο θα ψάχνουμε να κρυφτούμε από αυτό το αδυσώπητο φως, φτύνοντας ο ένας στα μαλλιά του άλλου κουκούτσια λογικής.
http://www.songmeanings.net/songs/view/ ... 858584953/